στιγεύς

στιγεύς
στῐγ-εύς, έως, , ([etym.] στίζω)
A tattooer, Hdt.7.35 (pl.).
II glossed κεντητήριον, prob. awl or needle for puncturing, Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στιγεύς — tattooer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγέας — ο / στιγεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. αιχμηρό μεταλλικό εργαλείο με κωνική ή τριγωνική ή τετραγωνική αιχμή το οποίο χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη οπών η για τον σχηματισμό κοιλωμάτων, κν. ζουμπάς αρχ. 1. αυτός που στίζει, που δημιουργεί στίγματα με… …   Dictionary of Greek

  • στιγέας — στιγέᾱς , στιγεύς tattooer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”